ἀναβλύσει

ἀναβλύσει
ἀνάβλυσις
gushing up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναβλύσεϊ , ἀνάβλυσις
gushing up
fem dat sg (epic)
ἀνάβλυσις
gushing up
fem dat sg (attic ionic)
ἀναβλύζω
spout up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναβλύζω
spout up
fut ind mid 2nd sg
ἀναβλύζω
spout up
fut ind act 3rd sg
ἀναβλύζω
spout up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναβλύζω
spout up
fut ind mid 2nd sg
ἀναβλύζω
spout up
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • ανακηκίω — ἀνακηκίω (Α) 1. αναβλύζω, ξεπηδώ 2. κοχλάζω, αναβράζω 3. κάνω κάτι να αναβλύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κηκίω «αναβλύζω, κοχλάζω»] …   Dictionary of Greek

  • νεόβλυτος — νεόβλυτος, ον (Μ) αυτός που έχει αναβλύσει πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλυτός (< βλύω «αναβλύζω»)] …   Dictionary of Greek

  • περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”